στομαχικός

στομαχικός
-ή, -ό / στομαχικός, -ή, -όν ΝΜΑ [στόμαχος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ.
γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.)
2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση τού στομάχου (α. «και ο πατέρας του ήταν στομαχικός» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος, ευεργετικός για τη λειτουργία τού στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «ποτὸν στομαχικόν», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στομαχικός — of the stomach masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στομάχι: Έχει στομαχικό έλκος. 2. αυτός που έχει πάθηση στομαχική: Το νερό αυτό είναι κατάλληλο για στομαχικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομαχικά — στομαχικός of the stomach neut nom/voc/acc pl στομαχικά̱ , στομαχικός of the stomach fem nom/voc/acc dual στομαχικά̱ , στομαχικός of the stomach fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικῶν — στομαχικός of the stomach fem gen pl στομαχικός of the stomach masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικόν — στομαχικός of the stomach masc acc sg στομαχικός of the stomach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικαῖς — στομαχικός of the stomach fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικαί — στομαχικός of the stomach fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικοῖς — στομαχικός of the stomach masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικοῖσι — στομαχικός of the stomach masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομαχικοί — στομαχικός of the stomach masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”