- στομαχικός
- -ή, -ό / στομαχικός, -ή, -όν ΝΜΑ [στόμαχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ.γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.)2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση τού στομάχου (α. «και ο πατέρας του ήταν στομαχικός» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», Πλούτ.)3. κατάλληλος, ευεργετικός για τη λειτουργία τού στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «ποτὸν στομαχικόν», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.